Ένας χρόνος «Καλλικράτης»
Συμπληρώθηκε ένας χρόνος λειτουργίας των Καλλικρατικών Δήμων. Χρόνος ικανός για να μπορεί κάποιος να βγάλει ασφαλή συμπεράσματα για το πού οδηγεί αυτή η μεταρρύθμιση. Μεταρρύθμιση που κυρίως αφορά τους επαρχιακούς Δήμους και λιγότερο τους αστικούς που έτσι κι αλλιώς ήταν πολυπληθείς και με στοιχειώδη υποδομή. Εξάλλου λίγες είναι οι συνενώσεις δήμων στα αστικά κέντρα. Η μεγάλη, λοιπόν, αλλαγή αφορούσε τους επαρχιακούς Καποδιστριακούς Δήμους, που αφού αφέθηκαν στη μοίρα τους για 12 χρόνια χωρίς ενίσχυση σε οργάνωση και υποδομές κλήθηκαν να συγκροτήσουν τους Καλλικρατικούς. Στην ουσία πολλά μηδενικά από άποψη υποδομών και τεχνογνωσίας, συγκρότησαν ένα μεγάλο μηδενικό.
Δεν θα σταθώ στον τρόπο που συγκροτήθηκαν και στα προβλήματα που προκύπτουν εξ αυτού, τα οποία είναι και χιλιοειπωμένα, αλλά θα επιδιώξω να προσεγγίσω τα προβλήματα που προκύπτουν από τον ίδιο το θεσμό αλλά και από τη συνεχιζόμενη αφερεγγυότητα της πολιτείας έναντι της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Με το καλημέρα, λοιπόν, του Καλλικράτη η τοπική αυτοδιοίκηση βρέθηκε με 200 περίπου νέες αρμοδιότητες, χωρίς όμως το αντίστοιχο προσωπικό σε εργαζόμενους, γνώση και εμπειρία αλλά και χωρίς πόρους. Το ίδιο συμβαίνει και στη λειτουργία των ίδιων των δήμων. Είναι άλλο πράγμα να κάνεις μισθοδοσία για 10 άτομα και άλλο για 100. Είναι άλλο πράγμα ένας Δήμος με 10 χωριά και άλλο με 140. Ουσιαστικά, λοιπόν, χρειάζεται οργάνωση εμπειρία, εξοπλισμός, μετεκπαίδευση προσωπικού, εξειδικευμένο προσωπικό κ.λπ. Είναι άλλο πράγμα να οργανώνεις μια μικρή περιοχή και να κάνεις προγραμματισμό και άλλο να καλείσαι χωρίς καμία υποδομή να συγκροτήσεις επιχειρησιακό πρόγραμμα για μια πρώην επαρχία. Είναι άλλο πράγμα να ξέρεις ότι πρέπει να απορροφήσεις ένα συγκεκριμένο ποσό και να προετοιμάσεις τις προτάσεις σου και άλλο να καλείσαι εντός δύο μηνών να είσαι έτοιμος γιατί το πρόγραμμα κλείνει.
Όλα τα παραπάνω συντείνουν συνεχώς στην αποξένωση του θεσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης από την ουσία του και τον μετατρέπουν περισσότερο σε διοικητικό και γραφειοκρατικό μηχανισμό και μακρύ χέρι της διοίκησης. Μαζί με όλα τα παραπάνω και ενώ για να λειτουργήσει η τοπική αυτοδιοίκηση χρειάζονταν επιπλέον πόροι και προσωπικό εξειδικευμένο έχουμε τεράστιες περικοπές στο πλαίσιο του μεσοπρόθεσμου και της οικονομικής κρίσης. Έτσι ενώ πέρυσι κλήθηκαν οι Δήμοι να συγκροτήσουν τους προϋπολογισμούς με μειωμένο ποσοστό κατά 33%, στην πράξη η πολιτεία, συνεχίζοντας την αφερεγγυότητα της, απέδωσε το ποσό που υποσχέθηκε μειωμένο κατά 35% περίπου. Μείωση δηλαδή στη διετία περίπου 60%.
Αν τώρα αυτό συνδυαστεί με τη διαφαινόμενη μη μεταφορά των μαθητών, με τη συνεχή μείωση των κοινωνικών υπηρεσιών των Δήμων (βοήθεια στο σπίτι κ.λπ.) με το κλείσιμο δημόσιων υπηρεσιών (σχολείων, εφοριών, υποκαταστημάτων ΙΚΑ, κέντρων Υγείας κ.λπ.) τότε γίνεται αντιληπτό ότι όχι μόνο οι πολίτες θα επιβαρυνθούν επιπλέον στο εισόδημά τους, πέραν δηλαδή των χαρατσιών των έκτακτων φόρων, των μειώσεων των αποδοχών τους, αλλά και με την ανεργία. Ουσιαστικά η ύπαιθρος θα οδηγηθεί σε συνολικό μαρασμό. Αν λάβει δε κανείς υπόψη του ότι στην ύπαιθρο οι δήμοι καλούνται να κάνουν υποδομές σε εκτεταμένες περιοχές με λίγο πληθυσμό τον περισσότερο χρόνο αλλά και ταυτόχρονα πολύ μεγάλο για τη θερινή περίοδο τότε έχουμε το οξύμωρο σχήμα αδύναμοι Δήμοι να θέλουν μεγαλύτερες υποδομές ανά κάτοικο συγκριτικά με τους αστικούς δήμους και ταυτόχρονα να απαιτούνται υποδομές για μεγαλύτερο πληθυσμό από τον πραγματικό. Ουσιαστικά η διαφορά μεταξύ ενός αστικού δήμου και ενός δήμου της υπάιθρου έγκειται στο ότι στο μεν πρώτο πρέπει να διαχειριστούν τα προβλήματα που απορρέουν από την πυκνότητα του πληθυσμού, ενώ στην επαρχία, τα προβλήματα της ερήμωσης και εγκατάλειψης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου